Η μεκκέλειος απόφυση αποτελεί τμήμα του ομφαλοεντερικού πόρου, εμβρυϊκού στοιχείου, το οποίο παρέμεινε μετά την γέννηση στο λεπτό έντερο, ενώ φυσιολογικά θα έπρεπε να είχε εξαφανισθεί.
Εντοπίζεται σε απόσταση 40-60cm από την ειλεοτυφλική βαλβίδα και έχει σχήμα τριγωνικό ή επίμηκες. Ο βλεννογόνος της είναι όμοιος με του λεπτού εντέρου, συχνά όμως μπορεί να έχει γαστρικό βλεννογόνο.
Η μεκκέλειος απόφυση είναι κλινικά σημαντική, είτε ανακαλυφθεί τυχαία σε χειρουργική επέμβαση, είτε όταν υποστεί φλεγμονή, νέκρωση και διάτρηση, είτε όταν είναι η αιτία εντόνων αιμορραγιών. Αυτές οφείλονται στην διάβρωση των τοιχωμάτων της από τα οξέα που παράγει ο έκτοπος γαστρικός βλεννογόνος. Επίσης μπορεί να είναι το αίτιο πρόκλησης εγκολεασμού.
Η κλινική εικόνα της φλεγμονής ή της διατρήσεως της είναι ίδια με αυτή της οξείας σκωληκοειδίτιδας. Η διάγνωση της πάθησης τίθεται κατά την χειρουργική επέμβαση.
Οι αιμορραγίες τύπου μελαίνων ή αιματηρών κενώσεων πρέπει να διαφοροδιαγνωσθούν από τον εγκολεασμό, τους πολύποδες του ορθού και την εντεροκολίτιδα. Το υπερηχογράφημα και το σπινθηρογράφημα με ραδιενεργό τεχνήτιο (99m Tc), βοηθούν στο να τεθεί η διάγνωση. Η επίμονη αιμορραγία καθιστά αναγκαία την επέμβαση, ακόμη και αν το σπινθηρογράφημα είναι αρνητικό. Η λαπαροσκόπηση αποτελεί την καλύτερη μέθοδο αντιμετώπισης και επιτρέπει τόσο τη διαφορική διάγνωση στις αμφίβολες περιπτώσεις, όσο και την θεραπεία, η οποία είναι η εκτομή της μεκκελείου και, επί ευρείας βάσεως, η τελικοτελική αναστόμωση του εντέρου.
Λόγω της ομοιότητας της κλινικής εικόνας, σε κάθε σκωληκοειδεκτομή είναι απαραίτητος ο έλεγχος του εντέρου για ύπαρξη μεκκελείου απόφυσης, η οποία πρέπει να αφαιρείται ακόμη και αν είναι ασυμπτωματική.